- ροδόσταμα
- το, Νβλ. ροδόσταγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροδόσταμα — ροδόσταμα, το και ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο, ροδόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
родостама — розовая вода , Аввакум 333, др. русск. радостома (Хож. Игн. Смольн. 8). Из ср. греч. ῥοδόσταμα от греч. ῥοδόσταγμα; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 165 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ροδόσταγμα — το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν νεοελλ. 1. παράλληλο παράγωγο τής απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή τού ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο 2. διάλυμα… … Dictionary of Greek
ροδόσταμο — το, Ν το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ροδόσταμα, κατά τα ουδ. σε ο] … Dictionary of Greek